- ξερωγιάζω
- ξερώγιασα, ξερωγιάστηκα, ξερωγιασμένος, για σταφύλι, αφαιρώ τις ρώγες του: Τα πουλιά ξερώγιασαν τα σταφύλια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξερωγιάζω — βλ. ξεραγιάζω … Dictionary of Greek
ξεράγιασμα — και ξερώγιασμα, το [ξεραγιάζω / ξερωγιάζω] το κόψιμο, η αφαίρεση τών ρωγών από τσαμπί σταφυλιού … Dictionary of Greek
ξεραγιάζω — και ξερωγιάζω βγάζω τις ρώγες τού σταφυλιού από τα τσαμπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + ράγα / ρώγα] … Dictionary of Greek